- αχρόνιστος
- και αχρόνιαστος και αχρόνιαγος, -η, -ο1. αυτός που δεν χρόνισε, που δεν συμπλήρωσε ακόμη ένα έτος2. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη χρονίσει, να πεθάνει πριν περάσει ο χρόνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.